- ἐπειή
- ἐπειήindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἐπειή — Ἐπειός fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπείη — ἔπειμι 1 sum pres opt act 3rd sg ἐφίημι send to aor opt act 3rd sg (ionic) ἐφίημι send to aor opt act 3rd sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
находити — НАХО|ДИТИ (58), ЖОУ, ДИТЬ гл. 1. Приходить, являться: Е˫а же [Соломониду] ничтоже не преклони... ни ѡгнь въздвиза˫асѧ. ни мч҃тль прѣтѧ. ни слугы находѧще. (κατεπείγων) ГБ XIV, 134б; || подниматься (о солнце): и ѿ находѧщаго сл҃нца огража˫а жженьѥ … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
έπειμι — (I) ἔπειμι (Α) [ειμί] 1. είμαι, βρίσκομαι πάνω από κάποιον («κάρη ὤμοισιν ἐπείη», Ομ. Ιλ.) 2. (για ονόματα) είμαι, υπάρχω πάνω σε κάτι, προσυπάρχω («οὐκ ἔπεστι ἐπωνυμίη Περσέι», Ηρόδ.) 3. (για αμοιβές, ποινές) επακολουθώ («εἰ δ ἔπεστι νέμεσις»,… … Dictionary of Greek